επεισαγωγή

επεισαγωγή
ἐπεισαγωγή, η (AM) [επεισάγω]
δεύτερος γάμος
αρχ.
1. επιπλέον εισαγωγή («ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγήν», Ιπποκρ.)
2. εισαγωγή νέων προσώπων στη σκηνή
3. μέσο για εισαγωγή, για είσοδο («καὶ πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπεισαγωγῇ — ἐπεισαγωγή bringing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισαγωγή — bringing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισαγωγαῖς — ἐπεισαγωγή bringing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισαγωγῆς — ἐπεισαγωγή bringing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισαγωγήν — ἐπεισαγωγή bringing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισαγωγάς — ἐπεισαγωγά̱ς , ἐπεισαγωγή bringing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσαγωγάς — ἐπεσαγωγά̱ς , ἐπεισαγωγή bringing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”