- επεισαγωγή
- ἐπεισαγωγή, η (AM) [επεισάγω]δεύτερος γάμοςαρχ.1. επιπλέον εισαγωγή («ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγήν», Ιπποκρ.)2. εισαγωγή νέων προσώπων στη σκηνή3. μέσο για εισαγωγή, για είσοδο («καὶ πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.